- Μπαστιά
- Πόλη (41.200 κάτ.) και λιμάνι της Κορσικής στη ΒΑ πλευρά του νησιού. Είναι τουριστικό και βιομηχανικό κέντρο επεξεργασίας καπνού και ποτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπαστιά, Φρεντερίκ — (Frederique Bastiat, Μπαγιόν 1801 – Ρώμη 1850). Γάλλος οικονομολόγος. Ο Μ. ήταν ο αντιπρόσωπος στη Γαλλία της αισιόδοξης οικονομικής σχολής, σύμφωνα με τις θεωρίες της οποίας τα άτομα, επιδιώκοντας ελεύθερα τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους,… … Dictionary of Greek
Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek
Αιάκιο — (Aiaccio και Ajaccio). Πόλη (49.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Κορσικής, στη βόρεια πλευρά του ομώνυμου κόλπου, το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο του νησιού μετά την Μπαστιά. Είναι τουριστικό κέντρο χάρη στην ομορφιά των γεμάτων δάση περιχώρων… … Dictionary of Greek
Ελληνικά Γράμματα — Αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1927 από τους Κωστή Μπαστιά και Βασίλη Μαλατάκη. Στην αρχή ήταν δεκαπενθήμερο, αλλά από τον Μάιο του 1929 έγινε εβδομαδιαίο. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αποχώρησε ο δεύτερος συνεκδότης. Το … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
Νέλσον, Οράτιο — (Viscount Horatio Nelson, Μπέρναμ Θορπ, Νόρφολκ 1758 – Τραφάλγκαρ 1805). Άγγλος ναύαρχος. Έπειτα από πολλές ναυτικές περιπέτειες, απέκτησε δόξα στους πολέμους εναντίον της επαναστατικής και ναπολεόντειας Γαλλίας. Διακρίθηκε στην κατάληψη της… … Dictionary of Greek
Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… … Dictionary of Greek
Πάολι — I (Paoli). Επώνυμο δύο Κορσικανών στρατιωτικών. 1. Πασκουάλε (Μπάστια 1725 – Λονδίνο 1807). Σπούδασε στη Νεάπολη. Μετά το τέλος των σπουδών του ακολούθησε τον στρατιωτικό κλάδο και έγινε αξιωματικός στον στρατό της Νεάπολης. Την άνοιξη του 1755… … Dictionary of Greek